πλινθουργείον

πλινθουργείον
το см. πλινθοποιείο[ν]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πλινθουργείον" в других словарях:

  • πλινθουργεῖον — brickworks neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθουργείο — το / πλινθουργεῖον, ΝΑ, και πλινθούργιον Α [πλινθουργός] εργαστήριο κατασκευής πλίνθων, πλινθοποιείο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»